ἀναγραφεῖσαι

ἀναγραφεῖσαι
ἀναγράφω
engrave and set up publicly
aor part pass fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”